- καταμίγνυμι
- καταμίγνυμι (Α)βλ. καταμείγνυμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμεμιγμένα — καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl καταμεμιγμένᾱ , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc/acc dual καταμεμιγμένᾱ , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) καταμεμῑγμένα , καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένον — καταμίγνυμι perf part mp masc acc sg καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp masc acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg καταμεμῑγμένον , καταμίγνυμι perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένων — καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen pl καταμεμῑγμένων , καταμίγνυμι perf part mp fem gen pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμιγέντα — καταμίγνυμι aor part pass neut nom/voc/acc pl καταμίγνυμι aor part pass masc acc sg καταμῑγέντα , καταμίγνυμι aor part pass neut nom/voc/acc pl καταμῑγέντα , καταμίγνυμι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένη — καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένη , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένη , καταμίγνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένην — καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένην , καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένην , καταμίγνυμι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένης — καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένης , καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) καταμεμῑγμένης , καταμίγνυμι perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένος — καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg καταμεμῑγμένος , καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg καταμεμῑγμένος , καταμίγνυμι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμεμιγμένου — καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg καταμεμῑγμένου , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg καταμεμῑγμένου , καταμίγνυμι perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμειγνύμενον — καταμίγνυμι pres part mp masc acc sg καταμίγνυμι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)